μονία

μονία
(I)
μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)
κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- τού μένω* (πρβλ. μονή), κατ' απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,].
————————
(II)
μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [μόνος]
το να ζει κανείς απομονωμένος, μοναξιά
μσν.
1. εμμονή
2. η ζωή μοναχού, ο μοναστικός βίος
3. κελλί μοναχού
αρχ.
ανεξαρτησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονία — μονίᾱ , μονία changelessness fem nom/voc/acc dual μονίᾱ , μονία changelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μονίᾱ , μονίας solitary masc nom/voc/acc dual μονίας solitary masc voc sg μονίᾱ , μονίας solitary masc voc sg (attic) μονίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίᾳ — μονίᾱͅ , μονία changelessness fem dat sg (attic doric aeolic) μονίαι , μονίας solitary masc nom/voc pl μονίᾱͅ , μονίας solitary masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονιά — η 1. φωλιά άγριων ζώων («στα απόκρημνα βουνά υπάρχουν μονιές αλεπούδων και λύκων») 2. (κατ επέκτ.) τόπος διαμονής, κατοικία («που ναι για θεούς αξιότερη μονιά». Βάρν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μονία < μόνος] …   Dictionary of Greek

  • μονιά — η 1. μοναχική κατοικία: Όλη μέρα τριγυρίζει και το βράδυ επιστρέφει στη μονιά του. 2. η φωλιά αγριμιού: Η μονιά των άγριων ζώων είναι στο δάσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιτρολε(ϊ)μονιά — η 1. φυσικό υβρίδιο τής λεμονιάς που παράγει καρπούς οι οποίοι μοιάζουν με κίτρα αλλά έχουν χυμό και άρωμα λεμονιού 2. χαρακτηρισμός αγαπημένης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λε(ϊ)μονιά] …   Dictionary of Greek

  • μονίας — μονίᾱς , μονία changelessness fem acc pl μονίᾱς , μονία changelessness fem gen sg (attic doric aeolic) μονίᾱς , μονίας solitary masc acc pl μονίᾱς , μονίας solitary masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίαι — μονίᾱͅ , μονία changelessness fem dat sg (attic doric aeolic) μονίας solitary masc nom/voc pl μονίᾱͅ , μονίας solitary masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίαν — μονίᾱν , μονία changelessness fem acc sg (attic doric aeolic) μονίᾱν , μονίας solitary masc acc sg (attic epic doric aeolic) μονίας solitary masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονιῶν — μονία changelessness fem gen pl μονίας solitary masc gen pl μονιός solitary masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίην — μονία changelessness fem acc sg (epic ionic) μονίας solitary masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”